- ιδροκόπι
- τοίδρωμα με άφθονο ιδρώτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + -κοπι (< κόπος), πρβλ. μεθο-κόπι, ποδο-κόπι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-κόπι — β συνθετικό παρασύνθετων ονομάτων από ρ. σε κοπώ* (πρβλ. ιδρο κόπι < ιδρο κοπώ) ή από ουσ. σε κόπος* ή, σπανίως, σε κοπή (πρβλ. βωλο κόπι < βωλο κόπος, γιδο κόπι < γιδο κοπή). Τα μεταρρηματικά παρ. δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια τού… … Dictionary of Greek